- χρυσοφρυς
- χρύσοφρυςχρύσ-οφρῠς-υος (ρῡ) ὅ «златобровка» (рыба) Arst., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρύσοφρυς — όφρυος, ο, ΝΜΑ, και χρύσοφρυς, η, Ν νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σπαρίδες αρχ. είδος ψαριού, πιθανώς η τσιπούρα («ὀκτώ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυάν … Dictionary of Greek
χρύσοφος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού χρύσοφρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. χρύσοφρυς, σχηματισμένος πιθ. από την αιτ. πληθ. χρυσόφους αντί τού χρυσόφρυς] … Dictionary of Greek
AURATA sive ORATA — quae Graecis Χρυσόφρυς, Athenaeo l. 7. etiam Ι᾿ωνίσκος, mire celebratur ibidem ab Hicesio et Matrone parodo: utpote piscis carnis candidae, solidae, densae, succi boni, digestu facilis, bene nutriens, nec excretu difficilis; ut est apud… … Hofmann J. Lexicon universale
ιωνίσκος — ἰωνίσκος, ὁ (Α) [Ίωνες] το ψάρι χρύσοφρυς … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσωπός — ή, ό / χρυσωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. θηλ. χρυσῶπις, ώπιδος, Α αυτός που έχει λαμπερή εμφάνιση ή χρώμα χρυσοκίτρινο («τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν», Πλούτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσωπός ζωολ. γένος νευρόπτερων εντόμων με πρασινωπά ή… … Dictionary of Greek
τσιπούρα — η νόστιμο ψάρι με αγκαθωτά πτερύγια και σώμα πιεσμένο από τα πλάγια, ο «χρύσοφρυς ο επίχρυσος» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)